Το όφελος αφορά όλα τα είδη καφέ, καθώς επίσης και το αν περιέχει ή όχι καφεΐνη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Πίτερ Κίστλερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης και του Ινστιτούτου Ερευνών Baker Heart & Diabetes, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 450.000 ανθρώπους με μέση ηλικία 58 ετών.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για περίπου 12 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων οι 27.809 (το 6,2%) πέθαναν, ενώ οι 43.173 (9,6%) διαγνώστηκαν με καρδιαγγειακή νόσο και οι 30.100 (6,7%) με αρρυθμία.
Ερωτηθέντες για το αν έπιναν καφέ, τι είδους και πόσο συχνά, βρέθηκε ότι οι περισσότεροι έπιναν συνήθως αλεσμένο (44%), ενώ το 18% έπιναν στιγμιαίο και το 15% χωρίς καφεΐνη, ενώ το 22% (η ομάδα ελέγχου) δεν έπιναν καθόλου καφέ.
Διαπιστώθηκε ότι τη μεγαλύτερη μείωση κινδύνου πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία είχαν όσοι έπιναν δύο έως τρεις καφέδες καθημερινά, σε σχέση με όσους δεν έπιναν καθόλου καφέ: Ποσοστά 27%, 14% και 11% μικρότερη πιθανότητα θανάτου υπήρχε για όσους έπιναν αλεσμένο καφέ, χωρίς καφεΐνη και στιγμιαίο, αντίστοιχα.
Όσον αφορά την πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου, όλοι οι τύποι καφέ οδηγούσαν σε μείωση του σχετικού κινδύνου, πάλι με τον χαμηλότερο κίνδυνο να σχετίζεται με την κατανάλωση δύο έως τριών καφέδων ημερησίως: Η μείωση της πιθανότητας καρδιαγγειακής νόσου ήταν 20% για τον αλεσμένο καφέ, 9% τον στιγμιαίο και 6% τον ντεκαφεϊνέ.
Τέλος, αναφορικά με τη διάγνωση καρδιακής αρρυθμίας, ο καφές με καφεΐνη, αλλά όχι εκείνος χωρίς καφεΐνη, σχετιζόταν με μείωση του κινδύνου. Ο μικρότερος κίνδυνος -κατά 17% και 12% αντίστοιχα- αφορούσε όσους έπιναν τέσσερις έως πέντε αλεσμένους καφέδες και δύο έως τρεις στιγμιαίους.
«Η καφεΐνη είναι το πιο γνωστό συστατικό του καφέ, ο οποίος όμως περιέχει, επίσης, περισσότερες από 100 βιολογικά δραστικές ουσίες. Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι η κατανάλωση μέτριων ποσοτήτων καφέ όλων των τύπων δεν πρέπει να αποθαρρύνεται, αλλά μπορεί να απολαμβάνεται ως μία συμπεριφορά υγιής για την καρδιά», δήλωσε ο δρ Κίστλερ.