Είναι από αυτές τις ιστορίες του τόπου μας που μας αρέσει τόσο να διαβάζουμε. Θα σας πάμε μερικά χρόνια πίσω κοντά στο 1820 και θα σας διηγηθούμε αυτή την τόσο σημαντική στιγμή που διαδραματίστηκε στις γνωστές και γνώριμες σε όλους μας περιοχές του τόπου μας!
Υπερηφάνεια και τιμή μόνο. Διαβάστε αυτή την ενδιαφέρουσα ιστορία!
Λίγο έξω από το χωριό του Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη, λοιπόν, τα Φύλλα Χαλκίδας, κοντά στο Ληλάντιο Πεδίο, στεκόταν ένα αιωνόβιο πλατάνι, που Τούρκοι και Έλληνες, την εποχή εκείνη, πριν από την Επανάσταση του 1821, την αποκαλούσαν «στοιχειωμένη πλατάνα».
Το στοιχειωμένο δέντρο είχε έναν θρύλο πιο βαρύ και από τον πυκνό του ίσκιο, έναν θρύλο που ξεκινούσε από τα χρόνια τα παλιά, τα πολύ παλιά κι έσταζε σαν πρωινή δροσοσταλιά μέσα στις καρδιές των ανθρώπων…
Τον κορμό της αγέρωχης τούτης υπερήλικης πλατάνας τέσσερις άντρες μαζί δεν μπορούσαν να τον αγκαλιάσουν. Οι αιώνες και η Ιστορία τη διατηρούσαν, οι επιδρομές τη σεβάστηκαν, οι μάχες και οι χαλασμοί των ανθρώπων που συντελέστηκαν τριγύρω της, δεν την έθιξαν διόλου, οι φωτιές, οι κεραυνοί, οι κακοκαιρίες και οι αντάρες σαν να τη φοβήθηκαν.
Η μακροβίοτη πλατάνα ζούσε και επιβίωνε μέσα σ’ όλα τούτα, τεράστια και μεγαλοπρεπής. Οι ντόπιοι την κατηγορούσαν για πολλά. Μα, κάπου στα τέλη του 18ου αιώνα, οι άνθρωποι την κατέβασαν καταγής, την έκοψαν και ξεμπέρδεψαν, γιατί τους ενοχλούσε η θωριά και το μέγεθός της.
Ο Μιαούλης θα ήταν τότε παιδί 15-17 ετών. Ένα παιδί της θάλασσας. Μαύρο από το λιοπύρι, καμένο από του πελάγου την αλμύρα και δαρμένο από τους ανέμους. Διαβολόπαιδο! Ο πατέρας του ήταν ψαράς. Είχε και μια θεία όμορφη, λυγερή, αδερφή του πατέρα του, που την έλεγαν Τσαλπαρίνα.
Στη Χαλκίδα τότε ζούσε ένα Τουρκόπουλο, από σόι μεγάλο και τρανό, ο Γκεζαΐρ Μπέης, που ήταν Μπέης και Αγάς όλου του Νομού Ευβοίας και κρατούσε στο σπίτι του τιμητικά, μέσα σε επιχρυσωμένο δίσκο, τα ασημένια κλειδιά της πόλης.
Ήταν νεαρός, ευειδής, ρωμαλέος, εύθυμος, αλλά φιλήδονος, αδίστακτος και αιμοβόρος. Όλο το Ληλάντιο Πεδίο ήταν κτήμα του. Μια μέρα, λοιπόν, κάλεσε γυναίκες Χριστιανές από τα Φύλλα Χαλκίδας για κάποια εργασία στα απέραντα αμπέλια του. Πήγε και η πανώρια θεία του Μιαούλη, η Τσαλπαρίνα.
Μόλις έπεσαν τα μάτια του Τούρκου, του Γκεζαΐρ Μπέη, πάνω στην κοπέλα, θαμπώθηκε μεμιάς και την κάλεσε να του πάει γάλα στο κονάκι του. Εκεί την έκλεισε στον οντά του, της έφραξε τον δρόμο με το σώμα του και τη βίασε. Εκείνη την εποχή, άλλωστε, Νόμος, Τιμή και Δίκαιο ήταν η θέληση του κάθε Τούρκου, μεγάλου και μικρού, σημαντικού και ασήμαντου.
Έτσι, η Τσαλπαρίνα, κατακόκκινη, μαραζωμένη, ντροπιασμένη του θανατά από την πίκρα της για το απάνθρωπο κακό που τη βρήκε, έτρεξε στον αδερφό της και του μαρτύρησε τα πάντα, με μάτια που δε στέρευαν απ’ τα δάκρυα.
Ο πατέρας του Ανδρέα Μιαούλη, ο Δημήτρης, θέλησε να εκδικηθεί για το δεινοπάθημα της αδερφής του και για το κηλίδωμα της οικογενειακής τους τιμής. Τον βάστηξε, όμως, ο γιος του.
-Κάτσε εσύ, πατέρα κι έννοια σου!
-Μα, η τιμή μας και το σπίτι μας;
-Μη σε μέλλει, θα ξεντροπιαστούν. Θα ιδείς…
Πράγματι, πέρασε λίγος καιρός. Η Τσαλπαρίνα, από την ντροπή και την πίκρα της, κλείστηκε στο σπίτι της και ούτε που ξαναφάνηκε στον κόσμο. Ίσως και να είχε αρρωστήσει από τον καημό της. Ποιος ξέρει;
Κουβέντα πια δεν ξανάγινε για το επεισόδιο του βιασμού και φαίνονταν πως όλοι το είχαν λησμονήσει και πιο πολύ, ο Γκεζαΐρ Μπέης.
Θα ήταν φθινόπωρο του 1786. Ο Ανδρέας Μιαούλης ψάρευε στη θέση Μπούλμπα και έπιανε κάτι ψάρια μεγάλα και εκλεκτά. Πρώτη του φορά είχε τόσο επιτυχία στο ψάρεμα. Είχε καθίσει στην ακρογιαλιά και τα περνούσε σ’ ένα σπάρτο. Ένας φίλος του, ο Κωστάραγκας ονομαζόμενος, πέρασε και τον είδε:
-Θα τα πουλήσεις τα ψάρια; ρώτησε τον Ανδρέα.
-Όχι. Θα τα πάω δώρο.
-Σε ποιον;
-Θα μάθεις αργότερα, απάντησε κοφτά ο Μιαούλης.
-Μωρέ, ψαρούκλες, όμως! Χαράς τόνε που θα τις φάει, είπε ο Κωστάραγκας και τράβηξε τη στράτα του.
Την ημέρα εκείνη, ο Γκεζαΐρ καθόταν μοναχός του μέσα σ’ ένα κιόσκι, κατασκευασμένο από κληματαριές και μοσχοβολιστά λουλούδια και αναπαυόταν. Εκεί κοντά δεν υπήρχε ψυχή. Ξάφνου, παρουσιάστηκε εμπρός του ο 17χρονος Μιαούλης με τα ψάρια:
-Αγά μου, σου τα ‘φερα για πεσκέσι, του είπε.
Ο Μπέης έσκυψε πάνω από πανέρι, για να τα θαυμάσει. Τότε, ο Μιαούλης τράβηξε γρήγορα το μαχαίρι του και σκότωσε τον Γκεζαΐρ με μια γρήγορη και επιδέξια κίνηση. Άρπαξε το κορμί του Τούρκου, το έριξε στον ώμο του και πήγε και το πέταξε σε μιαν υγρή τάφρο, κοντά στην Αρατσιώτισσα, όπου το κάλυψαν οι λάσπες και απόμεινε εκεί χαμένο για κάμποσες ημέρες.
Ο Ανδρέας Μιαούλης έτρεξε κατόπιν στον πατέρα του, ομολόγησε το έγκλημά του και πήρε όλους τους δικούς του, καθώς και την όμορφη θεία του με τον άντρα της και όσα πράγματα του σπιτιού κατόρθωσαν να σηκώσουν και έφυγαν γοργά. Πέρασαν από την Εύβοια στον Ωρωπό, από εκεί στο Καλαμάκι και ύστερα, στην Ύδρα, όπου ο Μιαούλης είχε κάτι συγγενείς από τη μητέρα του.
Χάλασε ο κόσμος στη Χαλκίδα με την εξαφάνιση του Γκεζαΐρ. Τον γύρευαν εδώ κι εκεί, αλλά ο Τούρκος ήταν άφαντος. Τον αναζητούσαν σε Εύβοια και Βοιωτία, αλλά δε βρήκαν ίχνος του πουθενά.
Ώσπου, μια μέρα, τα τέλματα φανέρωσαν το πτώμα, που, φουσκωμένο πια, ανέβηκε στην κορυφή. Οι Τούρκοι κατάλαβαν τι είχε γίνει. Η ξαφνική φυγή της οικογένειας του Μιαούλη το αποδείκνυε. Αλλά, επειδή θα είχε τεράστιο αντίκτυπο, αν όλος ο κόσμος των ραγιάδων μάθαινε πως τον ωραίο Τούρκο της Εύβοιας τον σκότωσαν σαν το σκυλί οι Έλληνες και θα το έπαιρναν απάνω τους, σκέφτηκαν να συγκαλύψουν το έγκλημα.
Και απέδωσαν τον θάνατο του Γκεζαΐρ Μπέη στο Στοιχειό της Πλατάνας, που τόσους είχε εξαφανίσει μέχρι τότε, καθώς και όλους τους φόνους Τούρκων και Ελλήνων που συνέβαιναν εκεί γύρω, κατά διάφορα χρονικά διαστήματα.
Μάλιστα, μια μέρα, ένας Τούρκος υπάλληλος, απεσταλμένος του Διοικητή της Χαλκίδας και συνοδευόμενος από έναν τυμπανιστή, που έκρουε δυνατά για να τον ακούσουν όλοι, κόλλησε μια προκήρυξη γραμμένη και στα ελληνικά και στα τουρκικά, σε όλες τις εκκλησίες και τα τεμένη της περιφέρειας, αλλά και πάνω στη γέρικη πλατάνα, που έλεγε και διέταζε τα εξής:
«Το Στοιχειό της Πλατάνας να μην ξαναφάει μήτε Τούρκο μήτε Ρωμιό, γιατί θα το πιάσουμε και θα το κρεμάσουμε!»
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», στις 26/09/1937…