Αυτά είναι πέντε από τα ωραιότερα ποιήματα του Γιάννη Σκαρίμπα για την πόλη με την οποία ταυτίστηκε και αγάπησε, την Χαλκίδα.
Για τα «τρελά νερά» της, για τα καράβια που περνούσαν –ώσπου ένα να σπάσει μέσα του...
Χαλκίδα
Νάν’ σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάει ο νότος κι εγώ καταμονάχος και να λέω: τι πόλη! να μην ξέρω αν είμαι –μέσα στην ασβόλη– ένας λυπημένος Πιερότος! Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα, ω Χαλκίδα – πόλη (έλεγα) και φέτος ήμουν – στ’ όνειρό μου είδα – Περικλέτος, πάλι Περικλέτος ήμουν – είδα… Έτσι έλεγα!
Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι πάν’ σε ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια, ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια τα όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι. Τώρα;
Πόλη, τρέμω τα γητέματά σου κι είμαι ακόμα ωραίος σαν το Μάη μήνα, κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα και να κλαίω εγώ στα γόνατά σου.
Έτσι νάν’ σπασμένοι, να φυσά απ’ το νότο και με πίλο κλόουν να γελάς, Χαλκίδα: Αχ, νεκρόν στο χώμα –να φωνάζεις– είδα έναν μου ακόμη Πιερότο!…
Το εισιτήριο
Νάναι σα νάμουν έτοιμος. Και νάναι σαν νάχω χάσει το εισιτήριο. Οι κάβοι ν’ αφροκοπάν, κι οι αφροί να το κουνάνε μέσ’ στους καπνούς του –όρνιο– ένα καράβι. Κι εγώ να ψάχνουμαι εδώχάμω. Και όλο-όλο …το ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ… να λέω συντρόφοι ωραίοι!…
Και να μην έρχεται μια βάρκα έως το μώλο, να μην φαινώνται πουθενά οι βαρκαρέοι… Οι βαρκαρέοι!… Το εισιτήριο!… Να τρέμει –ζαγάρι εντός μου– η Χαλκίδα και τα όρη. Κι εκεί να τόχουν συνεπάρει οι ανέμοι μετέωρο –μες στις αχλές του– το βαπόρι… Ω διάολε!…
Όλα νάχουν χαθεί και νάχουν πάει κι οι ανθρώποι δραπετεύσει από τους τόπους, κι αυτό το πλοίο να τραβάει και να τραβάει χωρίς μηχανικούς, χωρίς ανθρώπους…
Και χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο! Και όλο να χλιμιτράει στο χάος. Κι ως θα κλαίω –κιόλας να ψάχνουμαι, να ψάχνουμαι στο μώλο κι όλο για κείνο το εισιτήριο να λέω
Ο γλάρος
Ώρα καλή στου απείρου την καρδιά γλάρε µου βραδυνέ πού φεύγεις – πλοίο, µετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά, η κάμαρά µου, ένα φωσάκι, ένα βιβλίο. Πηγαίνεις σύ…
Εγώ έκπεσµένο αλαργινό αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω· ένα βιβλίο, ένα φωσάκι –και πονώ– µια καµαρούλα – αδέρφι µου υψωμένο. Κι όλο πετάς.
Ώρα καλή κι έχω δουλειά στο χούμα δω που βρέθκαν οι καημοί µου, άσπρα να κάμω τα χρυσά µου τα µαλλιά κι ύστερα να λυγίσω το κορμί µου.
Κι από ακοντά (µην απορείς και µη ρωτάς) σιγά θα φύγω έχω δουλειά γλάρε µου – πλοίο ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς σαν νάσαι το ανοιγμένο µου βιβλίο…
Φαντασία
Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη, και σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Kαι νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά γι’ άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων, κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.
Kι όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός: όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών – στα χάη.
Kι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί πέρ’ από τόπους και καιρούς, έως ότου –φως μου– (καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί) βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου.
Σπασμένο καράβι
Σπασμένο καράβι νάμαι, πέρα βαθιά –έτσι νάμαι– με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά να κοιμάμαι.
Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω, με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω.
Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά –έτσι νάναι!– και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ αστέρια μακριά να κυττάνε…
Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές –δίχως χάρη– κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μέσ’ σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.