Το Δικαστικό Μέγαρο της Χαλκίδας, είναι ένα ιστορικό νεοκλασσικό κτήριο, δωρεά του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού, όπως και τα περισσότερα δικαστικά μέγαρα της χώρας.
Περιλαμβάνει προπύλαια, έχει μαρμάρινες σκάλες , ενώ στο κέντρο του συναντάται αίθριο. Τα εγκαίνια του Μεγάρου έγιναν το 1909 , αφού πρώτα κατεδαφίστηκαν τα παλιά τείχη της πόλης. Το 1902 δημοπρατήθηκε η μελέτη του έργου και ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα μηχανικό Ποθητό Καμάρα, ο οποίος ανέλαβε και άλλα κτήρια της εποχής εκείνης στη Χαλκίδα. Το 1994 χαρακτηρίστηκε διατηρητέο και απαγορεύτηκε η οποιαδήπωτε άλλη χρήση του, αλλά και η καταστροφή της αρχιτεκτονικής του.
Με το πέρασμα των χρόνων, το νεοκλασσικό κτήριο ενώθηκε αρμονικά με το σύγχρονο πολεοδομικό ιστό της πόλης. Βρίσκεται στην κεντρική οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, μια ανάσα από την παραλία της Χαλκίδας. Αξιόλογης προσοχής είναι η προτομή του Ανδρέα Συγγρού δεξιά της εισόδου, ως δείγμα σεβασμού και τιμής στο φιλανθρωπικό του έργο, κυρίως αναφορικά με εθνικά ευαγή ιδρύματα, όπως τα δικαστήρια. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια διάφοροι πλανώδιοι ή καλλιτέχνες του δρόμου συνηθίζουν να βανδαλίζουν ιστορικά ορόσημα, όπως αυτό, σχεδιάζοντας graffiti , με αποτέλεσμα να προδίδουν κατά έναν τρόπο την πολιτιστική κληρονομιά της πόλης μας.
Οι φθορές είναι τόσο πολιτιστικές όσο και οικονομικές, τα τελευταία χρόνια, αλλά οι Χαλκιδείς προσπαθούν να διατηρήσουν ακέραια την πολιτιστική τους ταυτότητα κυρίως μέσω εθελοντικών δράσεων, προς αποκατάσταση τυχόν αλλοιώσεων. Το Δικαστικό Μέγαρο ανήκει στα κτήρια που έχουν υποστεί ‘ καλλιτεχνικές παρεμβάσεις’ κατά καιρούς.
Στην πρόσοψή του, φέρει την επιγραφή «Θέμιδος Μέλαθρον».
Το δικαστικό μέγαρο φέρει στην πρόσοψή του την επιγραφή “ΘΕΜΙΔΟΣ ΜΕΛΑΘΡΟΝ”, δηλαδή Μέγαρο της Θέμιδος. Η Θέμις, κατά την μυθολογία, ήταν κόρη του Ουρανού και σύζυγος του Δία, αποτελούσε σύμβολο της θείας δικαιοσύνης, της τάξης και ήταν προστάτιδα των καταπιεζομένων. Με μαντήλι στα μάτια, όπως πιστεύεται, κρατούσε πάντα μια ζυγαριά σε απόλυτη ισορροπία. Σύμβολά της ήταν ο ζυγός, ενίοτε το ξίφος και χέρι που κρατούσε το άκρο σκήπτρου.
Tο όνομα Θέμις προέρχεται από το ρήμα τίθημι, που σημαίνει θέτω, τοποθετώ, «φέρω τι, εις τινά θέσιν», και συνεπώς εμπεριέχει αρχικά την έννοια του τεθειμένου και κατ’ επέκταση του δικαίου και της ηθικής τάξης, ως κάτι που έχει τεθεί θεϊκά και αφορά κατά το μύθο τόσο τους ανθρώπους όσο και τους θεούς. Από την άλλη, «μέλαθρον», καλούσαν την κύρια δοκό που υποβάσταζε τη στέγη μιας οικίας ή ενός δωματίου ή το προεξέχον μέρος της δοκού αυτής. Μετέπειτα η λέξη άρχισε να δηλώνει τη στέγη, την οροφή, και κατ’ επέκταση την οικία και αργότερα το Μέγαρο.